- σοσιαλδημοκρατικός
- η , ό[ν] социал-демократический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σοσιαλδημοκρατικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σοσιαλδημοκράτη ή στην σοσιαλδημοκρατία 2. φρ. «σοσιαλδημοκρατικό κόμμα» πολιτικό κόμμα τού οποίου η ιδεολογία και το πρόγραμμα προσδιορίζονται από την ιδεολογία και τις αρχές τής σοσιαλδημοκρατίας.… … Dictionary of Greek
σοσιαλδημοκρατικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σοσιαλδημοκρατία: Σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης κυβερνούν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λιθουανία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλτική χερσόνησο. Συνορεύει Β με τη Λετονία, Α και Ν με τη Λευκορωσία, ΝΔ με την Πολωνία, Δ με τη Ρωσία, ενώ στα ΒΔ βρέχεται από τη Βαλτική Θάλασσα.Η Λ. είναι ένα από τα κράτη της Bαλτικής. Βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek